διαζευκτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαζευκτήριο < (ελληνιστική κοινή) διαζευγνύω + -τήριο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαζευκτήριο ουδέτερο
- επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί ότι κάποιοι έχουν πάρει διαζύγιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαζευκτήριο
|