διακεκαυμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακεκαυμένη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακεκαυμένη (ζώνη), θηλυκό του διακεκαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακαίω (αρχαία ελληνικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακεκαυμένη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακεκαυμένη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ερωμένη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)