διακυβέρνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακυβέρνηση | οι | διακυβερνήσεις |
γενική | της | διακυβέρνησης* | των | διακυβερνήσεων |
αιτιατική | τη | διακυβέρνηση | τις | διακυβερνήσεις |
κλητική | διακυβέρνηση | διακυβερνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακυβερνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακυβέρνηση < ελληνιστική κοινή διακυβέρνησις < αρχαία ελληνική διακυβερνάω < διά + κυβερνάω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακυβέρνηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακυβερνώ, η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κυβερνώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακυβέρνηση