διακωδικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακωδικοποιώ < δια + κωδικοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transcode)
Ρήμα
[επεξεργασία]διακωδικοποιώ
- (πληροφορική) μετατρέπω την κωδικοποίηση ενός αρχείου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- διακωδικεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διακωδικοποίηση
- → δείτε τη λέξη κώδικας