διαλείπων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαλείπων | η | διαλείπουσα | το | διαλείπον |
γενική | του | διαλείποντος | της | διαλείπουσας & διαλειπούσης* |
του | διαλείποντος |
αιτιατική | τον | διαλείποντα | τη | διαλείπουσα | το | διαλείπον |
κλητική | διαλείπων | διαλείπουσα | διαλείπον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαλείποντες | οι | διαλείπουσες | τα | διαλείποντα |
γενική | των | διαλειπόντων | των | διαλειπουσών | των | διαλειπόντων |
αιτιατική | τους | διαλείποντες | τις | διαλείπουσες | τα | διαλείποντα |
κλητική | διαλείποντες | διαλείπουσες | διαλείποντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλείπων, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος διαλείπω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαλείπων, -ουσα, -ον
- που εμφανίζει διακοπές ή εμφανίζεται με διαλείμματα, σποραδικά ή περιοδικά
- ↪ διαλείπον ρεύμα
- ↪ διαλείπουσα μνήμη
- ↪ διαλείπων πυρετός
- ※ Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου· — Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της δασκάλας τα μάτια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλείπων