διαμερισματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμερισματοποίηση | οι | διαμερισματοποιήσεις |
γενική | της | διαμερισματοποίησης | των | διαμερισματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | διαμερισματοποίηση | τις | διαμερισματοποιήσεις |
κλητική | διαμερισματοποίηση | διαμερισματοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμερισματοποίηση < διαμερισματοποιώ + -ση (-ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαμερισματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή αποτέλεσμα του διαμερισματοποιώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαμέρισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμερισματοποίηση
|