διανυκτερεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανυκτερεύω < αρχαία ελληνική διανυκτερεύω < διά + νυκτερεύω < νύκτερος < νύξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.ni.kteˈɾe.vo/ & /ðʝa.ni.kteˈɾe.vo/
Ρήμα[επεξεργασία]
διανυκτερεύω
- περνώ τη διάρκεια της νύχτας σε συγκεκριμένο μέρος
- ↪ Οι προσκυνητές διανυκτέρευσαν στο μοναστήρι.
- λειτουργώ το κατάστημα τη νύχτα
- ↪ διανυκτερεύον βενζινάδικο
- ※ Συλλογίστηκε κανένας τι υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει; (Γιώργος Σεφέρης, 1931, Στροφή)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διανυκτέρευση
- → δείτε τις λέξεις διά και νύχτα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περνώ κάπου τη νύχτα
λειτουργώ κατάστημα τη νύχτα
|