διαπιστευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπιστευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαπιστεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαπιστευμένος, -η, -ο
- που η ισχύς του έχει επιβεβαιωθεί βάσει αξιόπιστων κριτηρίων (πχ επιστημονικών) ή/και που η ισχύς του αναγνωρίζεται κι ενίοτε εγγυάται από κάποια αρχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(μετοχή) με διαπίστευση κύρους
|
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαπιστευμένος αρσενικό
- (παράγωγη σημασία) που έχει διοριστεί διπλωματικός αντιπρόσωπος σε ξένο κράτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(ουσιαστικό) που ανήκει στο διπλωματικό σώμα
|