διαρρήξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαρρήξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαρρηγνύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαρρηγνύω
  3. θα διαρρήξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαρρηγνύω