διασταλτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διασταλτός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασταλτός
|
Δείτε επίσης : διασταλτικός |
διασταλτός
|