διαστικτέον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαστικτέον < → λείπει η ετυμολογία
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαστικτέον
- « πρέπει να μπει η στίξη »
διαστικτέον