διασυνδεσιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασυνδεσιμότητα < δια- + συνδεσιμότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interconnectedness)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διασυνδεσιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η σύνδεση δύο (πραγμάτων, οντοτήτων κ.λπ.) μεταξύ τους μέσω άλλου
- (νεολογισμός, πληροφορική) το να υπάρχουν σε ένα λήμμα ενεργές λέξεις—σύνδεσμοι με άλλα λήμματα που επίσης παρέχουν την ίδια δυνατότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασυνδεσιμότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)