διασωζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.soˈzo.me.nos/ & /ðʝa.soˈzo.me.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
διασωζόμενος
- που διασώζεται
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασωζόμενος
|