διασωστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασωστικά < διασωστικός + -ά < ελληνιστική κοινή διασωστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διασωστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασωστικά
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
διασωστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διασωστικός