διατηρητέο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατηρητέο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διατηρητέος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /di.a.ti.riˈte.os/ & /dʝa.ti.riˈte.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τη‐ρη‐τέ‐ο ή δια‐τη‐ρη‐τέ‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διατηρητέο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική, ιστορία) οικοδόμημα που πρέπει να διατηρηθεί, να μην καταστραφεί ούτε να αλλάξει ριζικά μορφή