διατρητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατρητής < διάτρηση + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική perceur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διατρητής αρσενικό (1: θηλυκό: διατρήτρια)
- (παρωχημένο, πληροφορική, επάγγελμα) αυτός που χειρίζεται διατρητικό μηχάνημα
- ειδικό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε διάτρηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διατρητής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)