διαφορετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφορετικός < διαφέρω
Επίθετο
[επεξεργασία]διαφορετικός, -ή, -ό
- που διαφέρει από κάτι άλλο
- αλλαγμένος, που παρουσιάζει διαφορά σε σχέση με άλλη χρονική στιγμή
- Κάπως διαφορετικός μου φαίνεσαι σήμερα! Τι σου συνέβη;
- που δεν είναι συνηθισμένος
- είναι διαφορετικός άνθρωπος αυτός, μην τον κρίνεις με τα δικά μας μέτρα