διαφωτίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαφωτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφωτίζω
  3. θα διαφωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφωτίζω