διδακτορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδακτορικός < διδάκτορας / διδακτορία + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ða.kto.ɾiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
διδακτορικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διδακτορία ή τον διδάκτορα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) διδακτορικό: το δίπλωμα του διδάκτορα καθώς και η σχετική εργασία (διδακτορική διατριβή) που εκπονείται για την απόκτησή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διδάκτορας και διδάσκω