διδύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διδύμιο | τα | διδύμια |
γενική | του | διδύμιου & διδυμίου |
των | διδύμιων & διδυμίων |
αιτιατική | το | διδύμιο | τα | διδύμια |
κλητική | διδύμιο | διδύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδύμιο < ελληνιστική κοινή διδύμια < διδύμιος < αρχαία ελληνική δίδυμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδύμιο ουδέτερο
- (ανατομία) καθεμιά από τις τέσσερες περίπου στρογγυλές εξοχές στον μέσο εγκέφαλο
- (βιολογία) γένος σαπρόφυτων
- είδος σπάνιας γης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδύμιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)