διεθνολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεθνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πολιτικός επιστήμονας που ειδικεύεται σε ζητήματα της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών σχέσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διεθνολόγος
|