διευθετήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διευθετήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του διευθέτηση
- εναλλακτικά: διευθέτησης
διευθετήσεως θηλυκό