διηγηματογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διηγηματογράφος < διηγήματ(ος) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διηγηματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
διηγηματογράφος αρσενικό ή θηλυκό