δικηγοράκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικηγοράκος < δικηγόρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικηγοράκος αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικηγοράκος