δικτακτορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικτακτορία < δικτατορία, με αναδιπλασιασμό του [kt]
Ανορθογραφία[επεξεργασία]
δικτακτορία θηλυκό
- (προφορικό) λανθασμένη μορφή του δικτατορία