διονυσιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διονυσιασμός < διονυσιάζομαι, διονυσιασ- + -μός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯o.ni.si.aˈzmos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διονυσιασμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του διονυσιάζομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Διόνυσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διονυσιασμός
|