διοπτεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διοπτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοπτεύω
  2. θα διοπτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοπτεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διοπτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διόπτευση