διπλοεγγεγραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλοεγγεγραμμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]διπλοεγγεγραμμένος, -η, -ο
- που έχει εγγραφεί δυο φορές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλοεγγεγραμμένος
|