διπλοσέλινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διπλοσέλινο ουδέτερο (κυπριακά)
- (νόμισμα, παρωχημένο) παλιό κέρμα της Κύπρου που ισοδυναμούσε με δυο σελίνια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλοσέλινο
|