διπλωματική εργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διπλωματική εργασία οι διπλωματικές εργασίες
      γενική της διπλωματικής εργασίας των διπλωματικών εργασιών
    αιτιατική τη διπλωματική εργασία τις διπλωματικές εργασίες
     κλητική διπλωματική εργασία διπλωματικές εργασίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διπλωματική εργασία < διπλωματική + εργασία

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

διπλωματική εργασία θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]