διπλότυπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διπλότυπο | τα | διπλότυπα |
γενική | του | διπλότυπου & διπλοτύπου |
των | διπλότυπων & διπλοτύπων |
αιτιατική | το | διπλότυπο | τα | διπλότυπα |
κλητική | διπλότυπο | διπλότυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλότυπο < ουδέτερο του διπλότυπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική duplicate)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈplo.ti.po/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διπλότυπο ουδέτερο
- βιβλιάριο έκδοσης αποδείξεων με δύο τμήματα για κάθε απόδειξη, ένα γι’ αυτόν που πληρώνεται κι ένα γι’ αυτόν που πληρώνει
- οποιοδήποτε έντυπο διατίθεται σε δύο αντίγραφα
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακό μοντέλο) όταν δύο πλειάδες σε μία οντότητα έχουν τις ίδιες τιμές σε όλα τα γνωρίσματά τους. Κατάσταση που δεν επιτρέπεται να ισχύει στο σχεσιακό μοντέλο[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διπλότυπος, διπλός, δύο και τύπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βάσεις δεδομένων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)