διχογνωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διχογνωμία < διχογνωμ(ώ) + -ία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.xo.ɣnoˈmi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διχογνωμία θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διχογνωμώ· η ύπαρξη δυο διαφορετικών απόψεων για ένα θέμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διχογνωμία