διχοτόμηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχοτόμηση οι διχοτομήσεις
      γενική της διχοτόμησης* των διχοτομήσεων
    αιτιατική τη διχοτόμηση τις διχοτομήσεις
     κλητική διχοτόμηση διχοτομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διχοτομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχοτόμηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διχοτόμησις[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.xoˈto.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐χο‐τό‐μη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διχοτόμηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]