διψαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διψαλέος | η | διψαλέα | το | διψαλέο |
γενική | του | διψαλέου | της | διψαλέας | του | διψαλέου |
αιτιατική | τον | διψαλέο | τη | διψαλέα | το | διψαλέο |
κλητική | διψαλέε | διψαλέα | διψαλέο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διψαλέοι | οι | διψαλέες | τα | διψαλέα |
γενική | των | διψαλέων | των | διψαλέων | των | διψαλέων |
αιτιατική | τους | διψαλέους | τις | διψαλέες | τα | διψαλέα |
κλητική | διψαλέοι | διψαλέες | διψαλέα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διψαλέος < ελληνιστική κοινή διψαλέος
Επίθετο[επεξεργασία]
διψαλέος, -α, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη δίψα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διψαλέος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)