διόγκωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διόγκωση οι διογκώσεις
      γενική της διόγκωσης* των διογκώσεων
    αιτιατική τη διόγκωση τις διογκώσεις
     κλητική διόγκωση διογκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διογκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διόγκωση < ελληνιστική κοινή διόγκωσις[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διόγκωση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]