διώροφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διώροφο | τα | διώροφα |
γενική | του | διωρόφου & διώροφου |
των | διωρόφων |
αιτιατική | το | διώροφο | τα | διώροφα |
κλητική | διώροφο | διώροφα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διώροφο ουδέτερο, (λόγιο) διώροφον
- οικοδόμημα που φέρει δύο ορόφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διώροφο
|