δοκεῖ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]δοκεῖ
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]δοκεῖ
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του δοκῶ (συνηρημένο)
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα (δοκοῦμαι) του δοκῶ (συνηρημένο)
3. Δοκει,εδοκει,δοξει,έδοξε,δέδοκται,εδεδοκτο