δοκουμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκουμέντο < λόγιο ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική documento. Δείτε και ντοκουμέντο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðo.kuˈmen.to/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοκουμέντο ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του ντοκουμέντο
- ※ πολλὰ ἀπὸ τὰ δοκουμέντα ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἄρθρο τοῦ κ. Γιοφύλλη, δὲν εἶναι δοκουμέντα χιουμοριστικὰ θαρρῶ (από το κριτικό κείμενο του Τέλλου Άγρα, «Η ειρωνία στον Καβάφη», περ. Αλεξανδρινή Τέχνη (Οκτώβριος 1930) σ. 281 ).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)