δολιοφθορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολιοφθορά οι δολιοφθορές
      γενική της δολιοφθοράς των δολιοφθορών
    αιτιατική τη δολιοφθορά τις δολιοφθορές
     κλητική δολιοφθορά δολιοφθορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δολιοφθορά < δόλιος +φθορά < προσαρμογή στα ελληνικά του γαλλικού sabotage

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δολιοφθορά θηλυκό

  • η κρυφή και σκόπιμη πρόκληση ζημιάς σε μηχανήματα, εγκαταστάσεις ή στην ομαλή λειτουργία μιας υπηρεσίας

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]