δοριάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοριάλωτος < αρχαία ελληνική δοριάλωτος / δορυάλωτος < δόρυ + ἁλωτός < ἁλίσκομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
δοριάλωτος
- (αρχαιοπρεπές) που κατακτήθηκε με το δόρυ, που κατακτήθηκε με πόλεμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δοριάλωτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δοριάλωτος | τὸ δοριάλωτον | οἱ, αἱ δοριάλωτοι | τὰ δοριάλωτα |
Γενική | τοῦ, τῆς δοριαλώτου | τοῦ δοριαλώτου | τῶν δοριαλώτων | τῶν δοριαλώτων |
Δοτική | τῷ, τῇ δοριαλώτῳ | τῷ δοριαλώτῳ | τοῖς, ταῖς δοριαλώτοις | τοῖς δοριαλώτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δοριάλωτον | τὸ δοριάλωτον | τοὺς, τὰς δοριαλώτους | τὰ δοριάλωτα |
Κλητική | δοριάλωτε | δοριάλωτον | δοριάλωτοι | δοριάλωτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δοριαλώτω | |||
Γενική-Δοτική | δοριαλώτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δοριάλωτος
- που συνελήφθη με το δόρυ, που κατακτήθηκε με πόλεμο
- Σύλλογός τε δὴ ἐγίνετο καὶ πολλὰ ἐλέγετο περὶ τῶν αὐτῶν, οἱ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν, μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου μένοντας μάχεσθαι, Ἀθηναῖοι δὲ καὶ Αἰγινῆται καὶ Μεγαρέες αὐτοῦ μένοντας ἀμύνεσθαι. (Ηρόδοτος, Ιστορία, 8, 74)
- νῦν γὰρ μέλος ἐς Τροίαν ἰαχήσω, / τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας / Ἀργείων ὀλόμαν τάλαινα δοριάλωτος, / ὅτ’ ἔλιπον ἵππον οὐράνια / βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνοπλον ἐν πύλαις Ἀχαιοί (Ευριπίδης, Τρωάδες, 515-521)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)