δοσού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δοσού | οι | δοσούδες |
γενική | της | δοσούς | των | δοσούδων |
αιτιατική | τη | δοσού | τις | δοσούδες |
κλητική | δοσού | δοσούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðoˈsu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐σού
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοσού θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε δοσατζής
δοσού
→ δείτε τη λέξη δοσατζού |
Πηγές
[επεξεργασία]- δοσού - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)