δροσό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δροσό | ||
γενική | του | δροσού | ||
αιτιατική | το | δροσό | ||
κλητική | δροσό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δροσό < μεσαιωνική ελληνική δροσό / δροσιό < δροσιά < ελληνιστική κοινή δροσία / δροσίη < αρχαία ελληνική δρόσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δροσό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) δροσερό ή / και σκιερό μέρος
- ※ Αφού αποφάγαμε κατεβήκαμε στον κήπο να πιούμε τον καφέ μας στο δροσό. (Δημήτριος Ταγκόπουλος (1914) Χρυσαυγή [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δροσό
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)