δρόμωνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρόμωνας | οι | δρόμωνες |
γενική | του | δρόμωνα | των | δρομώνων |
αιτιατική | τον | δρόμωνα | τους | δρόμωνες |
κλητική | δρόμωνα | δρόμωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρόμωνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δρόμων < αρχαία ελληνική δρόμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρόμ‐μω‐νας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρόμωνας αρσενικό
- (ιστορία, ναυτικός όρος) ιστιοφόρο πλοίο με κουπιά στα χρόνια του Βυζαντίου
- (ναυτικός όρος) παλαιότερη ονομασία ταχυκίνητων πολεμικών πλοίων αντί του όρου αντιτορπιλικό, ή του σύγχρονου κορβέτα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)