δυναστεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυναστεία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dynastie < αρχαία ελληνική δυναστεία < δυναστεύω < δυνάστης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυναστεία θηλυκό
- μία σειρά μοναρχών που προέρχονται από την ίδια οικογένεια και διαδέχονται ο ένας τον άλλον με βάση το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής
- (κατ’ επέκταση) οικογένεια με μεγάλη επιρροή στον οικονομικό ή πολιτικό τομέα για δύο ´ή περισσότερες γενιές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυναστεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυναστεία
Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)