δυσμένεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσμένεια < αρχαία ελληνική δυσμένεια < δυσμενής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσμένεια θηλυκό
- εχθρική ή γενικά αρνητική διάθεση
- έπεσε στη δυσμένεια των προϊσταμένων του
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δυσμένεια της τύχης: κακοριζικιά