δωδεκάχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δωδεκάχρονος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δωδεκάχρονος
|