είδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- είδισμα < (…) < αρχαία ελληνική εἶδος[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
είδισμα[2] ουδέτερο
- (παρωχημένο) αντικείμενο, σκεύος, κινητό περιουσιακό στοιχείο
- ※ Καὶ τὸ πλέον ἀνήμερον θηρίον ἔπρεπεν νὰ κινηθῇ εἰς συμπάθειαν, βλέπων γέροντας, παιδία, γυναῖκες γραῖες καὶ νέες ξυπόλυτες, ἐνῷ ἦτον φορτωμένος ἀπὸ εἰδίσματα ὁ καθεὶς εἰς τὴν πρὸς τὸν Βάλτον φυγήν μας, καὶ αὐτὸς καὶ τὰ ζῷα του. (Νικόλαος Κασομούλης (1795–1872), Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 343)
- ※ Ἦρθα, κὺρ Ἀργυρέ, νὰ βάλω τὰ μοῦτρά μου… ἐπειδὴς εἶμαι σὲ μεγάλη ἀπελπισία… σοῦ ἔφερα κι αὐτὰ τὰ εἰδίσματα… ἂν θέλῃς νὰ μὲ δανείσης καμιὰ εἰκοσαριὰ δραχμές, νὰ κάμω τὰ ἔξοδα τῆς θανῆς τοῦ παιδιοῦ… ἐπειδὴς δὲν ἔχω λεπτὰ σὲ χέρι… Καὶ τοῦ ἔδειξε δύο σκουλαρίκια ἀργυρᾶ τῆς γυναικός του καὶ ἓν δακτυλίδι. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον, 1891)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
είδισμα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κώστας Καραποτόσογλου, Ετυμολογικό γλωσσάρι στο έργο του Παπαδιαμάντη (Αθήνα: Δόμος, 1988), σελ. 33, λήμμα «εἰδίσματα».
- ↑ είδισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)