εγκεντρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκεντρισμός < ελληνιστική κοινή ἐγκεντρισμός < ἐγκεντρίζω < αρχαία ελληνική ἐν + κέντρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκεντρισμός αρσενικό
- (βοτανική) ο εμβολισμός, το μπόλιασμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκεντρισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)