εγκλιματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγκλιματίζω < εν- + κλίμα + -ίζω

εγκλιματίζω, παθ. φωνή: εγκλιματίζομαι, παθ. μτχ.: εγκλιματισμένος

  • ενεργώ ώστε ένας οργανισμός να προσαρμοστεί σε ένα νέο και ξένο για αυτόν φυσικό περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]