εθνογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνογράφος < εθνο- + -γράφος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnographe < αρχαία ελληνική ἔθνος + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται (επιστημονικά) με την εθνογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εθνογραφία, έθνος και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εθνο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)